παρτούζα

παρτούζα
η
ομαδικός έρωτας, σεξουαλική πράξη με περισσότερους από δύο μετόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. partouse / partouze «ομαδική διασκέδαση» (< partie «μέρος, παρτίδα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”